- μέμφεσθαι
- μέμφομαιblamepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-кудить — кужу подшучивать, проказить , обычно прокудить, прокужу сыграть злую шутку, напроказничать , прокуда проказа, ущерб, беда; проказник , окудник шутник , др. русск. кудити бранить, порицать , ст. слав. коудити, коуждѫ μέμφεσθαι, болг. кудя браню,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κυδάζω — (Α) βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα *kud της ΙΕ ρίζας *keuәd «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω,… … Dictionary of Greek
μουκήζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέμφεσθαι τοῑς χείλεσι» … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
μέμφεσθ' — μέμφεσθε , μέμφομαι blame pres imperat mp 2nd pl μέμφεσθε , μέμφομαι blame pres ind mp 2nd pl μέμφεσθαι , μέμφομαι blame pres inf mp μέμφεσθε , μέμφομαι blame imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)